βρετονική γλώσσα

βρετονική γλώσσα
Η γλώσσα των Βρετόνων κατοίκων της γαλλικής επαρχίας της Βρετάνης. Ανήκει στην κελτική ομάδα της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας γλωσσών. Τη β.γ. μιλούν σήμερα περίπου ένα εκατομμύριο άτομα, κυρίως αγρότες και ναυτικοί. Επίσημη όμως γλώσσα είναι η γαλλική. Η β.γ. υποδιαιρείται σε τέσσερις διαλέκτους που ανταποκρίνονται τυπικά στις τέσσερις παλιές επισκοπές της Βρετάνης. Πρόκειται για τη διάλεκτο Βαν του διαμερίσματος Μορμπιάν, την τρεγορική της περιοχής Τρενιέρ, την κορνουαλική και τη λεονική του διαμερίσματος Φινιστέρ. Τα μόνα γραπτά κείμενα που σώζονται στη β.γ. είναι μερικά έγγραφα και ένα λεξικό. Η γλώσσα επέζησε σε δημοτικά τραγούδια, παραδόσεις και παροιμίες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διγλωσσία — Γνώση και χρήση δύο γλωσσών· υπό ευρεία έννοια, ο όρος δ. χρησιμοποιείται και στις καταστάσεις τριγλωσσίας ή πολυγλωσσίας. Αντίθετος του όρου δ. είναι ο όρος μονογλωσσία. (Γλωσσ.) Το είδος των γλωσσών που χρησιμοποιεί ένα δίγλωσσο άτομο είναι… …   Dictionary of Greek

  • Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… …   Dictionary of Greek

  • διάλεκτος — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …   Dictionary of Greek

  • διαλεκτός — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ινδοευρωπαίοι — Ονομασία των λαών που ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική ομάδα. Περιλαμβάνει τις γλώσσες που ομιλούνται στην Ευρώπη και στην Ασία και έχουν κοινή γλωσσική καταγωγή. Η έννοια Ι. γεννήθηκε τον 19ο αι., όταν η μελέτη του ινδουισμού οδήγησε πολλούς… …   Dictionary of Greek

  • Ουαλία — (αγγλ. Wales, ουαλλικά Cymru). Ιστορικογεωγραφική περιοχή της Μεγάλης Βρετανίας, που ανήκει πολιτικά στο Ηνωμένο Βασίλειο, με τον τίτλο πριγκιπάτου. Βρέχεται από την Ιρλανδική θάλασσα στα Β (όπου βρίσκονται, πέρα από το στενό Μενάι, τα ουαλλικά… …   Dictionary of Greek

  • Κορμπιέρ, Εντουάρ Γιοακίμ Τριστάν — (Édouard Joachim TristanCorbière, Μορλέ 1845 – 1875). Γάλλος ποιητής. Γιος συγγραφέα μυθιστορημάτων εμπνευσμένων από τη ζωή των ναυτικών, συμμερίστηκε και ο ίδιος το πάθος του πατέρα του. Πέθανε νεότατος και άφησε μόνο μία ποιητική συλλογή, τους… …   Dictionary of Greek

  • Κορνουάλη — (Cornwall). Κομητεία (3.559 τ. χλμ., 499.400 κάτ. το 2001) της νοτιοδυτικής Αγγλίας. Βρίσκεται Α της κομητείας Ντέβον. Στα ΒΔ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό και στα Ν από τη θάλασσα της Μάγχης. Η κομητεία, πρωτεύουσα της οποίας είναι η πόλη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”